τάτες

τάτες
Α
(δωρ. τ.) βλ. τῆτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”